- ευκραής
- εὐκραής, -ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής)μσν.(για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητααρχ.1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.)2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.)3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.επίρρ...εὐκραῶς (Μ)ήπια, μέτρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το ευκράς (ευ + κεράννυμι*) + -αής, τ. στον οποίο εμφανίζεται ως β' συνθετικό το αμφίβολο άος «αέρας», γλώσσα τού άημι*. Θεωρήθηκε λανθασμένα αντώνυμο τού ακραής* (ακρ-αής και όχι α-κραής). Αναλογικά σχηματίστηκε τ. δυσ-κραής].
Dictionary of Greek. 2013.